χαλκ(ο)-

χαλκ(ο)-
ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο-ειδής, χαλκο-πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού ισχυρού, τού ακαταπόνητου, τού ακατάβλητου (πρβλ. χαλκ-έντερος, χαλκόπους). Στην Αρχαία Ελληνική απαντά και με τη μορφή χαλκεο- (πρβλ. χαλκεό-φωνος) (προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών) (πρβλ. χρυσεο- / χρυσο- < χρυσός). Τέλος, με α' συνθετικό χαλκό- απαντούν και ξεν. επιστημον. όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χαλκο-σιδηρίτης < γαλλ. chalco-siderite, χαλκο-φυλλίτης < αγγλ. chalco-phyllite).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χαλκ(ο) / χαλκεο-: χαλκέντερος, χαλκόδετος, χαλκοειδής, χαλκοθήκη, χαλκοπλάστης, χαλκοπώλης, χαλκουργός, χαλκοφανής, χαλκοφόρος, χαλκόχρους
αρχ.
χαλκάνθεμον, χαλκάρματος, χάλκασπις, χαλκεγχής, χαλκέμβολος, χαλκένδυτος, χαλκεντής, χαλκεόγομφος, χαλκεοκάρδιος, χαλκεόκρανος, χαλκεόκτυπος, χαλκεομήστωρ, χαλκεόπεζος, χαλκέοπλος, χαλκεοτευχής, χαλκεοτέχνης, χαλκεόφωνος, χαλκοβατής, χαλκόβατος, χαλκοβόας, χαλκογένειος, χαλκόγενυς, χαλκοδαίδαλος, χαλκοδάμας, χαλκόδεσμος, χαλκόδους, χαλκόζωνος, χαλκοθέσιον, χαλκοκέραυνος, χαλκοκνήμις, χαλκοκολλητής, χαλκοκόλλητος, χαλκοκορυοτής, χαλκόκρας, χαλκόκρατος, χαλκόκροτος, χαλκόκτυπος, χαλκοκώδων, χαλκολίβανος, χαλκολόγος, χαλκομίτρας, χαλκόμιτρος, χαλκομόλυβδος, χαλκοπαγής, χαλκοπάρῃος, χαλκόπεδος, χαλκοπέταλος, χαλκόπλευρος, χαλκοπληθής, χαλκόπληκτος, χαλκοποιός, χαλκόπους, χαλκοπρόσωπος, χαλκόπρῳρος, χαλκόπτερος, χαλκόπτης, χαλκόπυλος, χαλκοπώγων, χαλκόροφος, χαλκοσάνδαλος, χαλκοσκελής, χαλκοσμάραγδος, χαλκόσπλαγχνος, χαλκόστερνος, χαλκοστέφανος, χαλκόστομος, χαλκοτειχής, χαλκότευκτος, χαλκότονον, χαλκότοξος, χαλκοτόρευτος, χαλκότορος, χαλκοτύμπανος, χαλκότυπος, χαλκοτύπος, χαλκοφάλαρος, χαλκοχάρμης, χαλκοχίτων, χαλκόχυτος, χαλκώδων, χαλκώνητος, χαλκώνυξ
αρχ.-μσν.
χαλκεόθυμος, χαλκεόνωτος, χαλκήλατος, χαλκοβαρής, χαλκόθερμον, χαλκόθροος, χαλκοτήγανον
μσν.
χαλκαλέκτωρ, χαλκάνθρωπος, χαλκεόπους, χαλκοβαφής, χαλκοθέμεθλος, χαλκοκέραμος, χαλκόλιθος, χαλκομανής, χαλκόμυια, χαλκοπράτης, χαλκοτυπής
μσν.- νεοελλ.
χαλκογράφος, χαλκοκορώνη, χαλκόστεγος, χαλκόχρυσος, χαλκωρύχος
νεοελλ.
χαλκαργίλιο, χαλκοκαρακάξα, χαλκοκασσίτερος, χαλκοκουρούνα, χαλκομηνίτης, χαλκονόμισμα, χαλκόξανθος, χαλκοπράσινος, χαλκοσιδηρίτης, χαλκοσκουριά, χαλκοτριχίτης, χαλκοτσούκαλο, χαλκοτύμπανο, χαλκούχος, χαλκοφυλλίτης, χαλκοχυτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… …   Dictionary of Greek

  • CHALCIOECUS — Minerva dicta est, vel quia domum haberet aeneam, vel quia ex Euboea Chalcidenses fanum construxerunt. Cael. Rhodig. l. 19. c. 8. Vide Meursium in Miscell. Laconic. l. 1. c. 3. Ad huius templum, Aristomenes, Messeniorum Dux, initiô belli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκήνωρ — ο, ΝΑ μυθ. ομηρικός ήρωας, ιδρυτής τού Ιδαλίου στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)* + ήνωρ (< ἀνήρ). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

  • εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] …   Dictionary of Greek

  • ευεγχής — εὐεγχής, ές (Α) αυτός που έχει καλό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγχής (< έγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν εγχής, χαλκ εγχής] …   Dictionary of Greek

  • ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • ηρώιος — ἡρώιος, ία, ον (Α) ηρωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ιος (πρβλ. εώ ιος, χάλκ ιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”